- ῥωρός
- ῥωρός, ά, όν, ([etym.] ῥώννυμι)A strong, mighty, Hsch.; cf. ῤάρος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥωρός — strong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) ρωμαλέος, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥω τού ῥώννυμι + επίθημα ρός (πρβλ. και το σύνθ. ποδό ρωρος)] … Dictionary of Greek
ποδόρρωρος — ον, Α το θηλ. ποδορρώρη διόρθωση τού ποδορρώη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ῥωρός «σφοδρός» (< ῥώννυμι «είμαι ισχυρός»)] … Dictionary of Greek